0 Κυπριακός Ελληνισμός στην Ελληνική Παλιγγενεσία

“Όσο αποδεδειγμένα διαθέτουμε την πολιτική βούληση και αποφασιστικότητα να προχωρήσουμε σε μία ειρηνική, έντιμη, λειτουργική και βιώσιμη λύση του Kυπριακού, άλλο τόσο δεν θα αποδεχτούμε όρους και αξιώσεις που θα οδηγούν σε μία λύση αντίθετη με τις Συμφωνίες Κορυφής, τα Ψηφίσματα του ΟΗΕ και το ευρωπαϊκό κεκτημένο, καθιστώντας την Κυπριακή Δημοκρατία υποχείρια της Τουρκίας”, υπογράμμισε ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης, κατά την ομιλία του στην εκδήλωση που οργάνωσαν το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και το Πανεπιστήμιο Κύπρου για τη συμμετοχή των Ελληνοκυπρίων στην εθνική παλιγγενεσία του 1821.

“Αυτό που επιδιώκουμε είναι η επίτευξη μιας λύσης που θα οδηγεί σε ένα κράτος πλήρως απαλλαγμένο από εξαρτήσεις τρίτων ή και την όποια κηδεμόνευση, μέσα από πρόνοιες που δεν συναντώνται σε κανένα Σύνταγμα κράτος μέλος των Ηνωμένων Εθνών. Μιας λύσης που θα σέβεται την αξιοπρέπεια αλλά και την ταυτότητα και των δύο Κοινοτήτων και θα τους δίνει το δικαίωμα ελεύθεροι και ανεξάρτητοι να καθορίζουν τη μοίρα τους σε συνθήκες ασφάλειας σταθερότητας και αρμονικής συμβίωσης όπως επιτάσσει και η ευρωπαϊκή μας ταυτότητα”, επισήμανε ο κ. Αναστασιάδης και συνέχισε: “Ούτε παραγνωρίζουμε, ούτε υποτιμούμε τις δυσκολίες, αλλά αυτό που θα ήθελα να σας διαβεβαιώσω είναι ότι διακόσια χρόνια μετά από την Επανάσταση του 1821, έχοντας ως παρακαταθήκη το όραμα των Ελλήνων για μία ελεύθερη, κυριαρχική και ανεξάρτητη πατρίδα, θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε μέχρι την εξόφληση του χρέους και της οφειλής που έχουμε απέναντι στους ήρωες, απέναντί στις απελθούσες, τις παρούσες, αλλά και τις μέλλουσες γενιές του τόπου”.

 

Ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας αναφέρθηκε στην τουρκική αδιαλλαξία και προκλητικότητα λέγοντας: “Εδώ και 47 χρόνια, αυτό που καταγράφεται είναι οι αδιάλλακτοι και αμετάβλητοι στόχοι της Τουρκίας, μέσα από τις αξιώσεις που προβάλλει, να επιτύχει λύση που θα της επιτρέπει τον πλήρη έλεγχο και την μετατροπή της Κύπρου σε δικό της προτεκτοράτο.

 

Στόχοι που επιμαρτυρούνται σε πρώτη φάση από τον πλήρη έλεγχο του υποτελούς μορφώματος του κατεχόμενου εδάφους, μέσα από την αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα, την ενίσχυση της στρατιωτικής της παρουσίας, την οικονομική εξάρτηση της Τουρκοκυπριακής κοινότητας και των εξόφθαλμων, πλέον, παρεμβάσεων στην πολιτική, οικονομική, θρησκευτική και πολιτιστική ζωή των Τουρκοκυπρίων”.

 

Σημείωσε πως “αποκορύφωμα της αδιαλλαξίας της Τουρκίας αποτελούν οι νέες της αξιώσεις με εγκατάλειψη της βάσης λύσης και την αξίωση της δημιουργίας δύο ανεξάρτητων κρατών, τη δημιουργία νέων τετελεσμένων επί του εδάφους με την αλλοίωση του καθεστώτος της περίκλειστης περιοχής της Αμμοχώστου, την πρόσφατη παραχώρηση 145 τετραγωνικών χιλιομέτρων ελληνοκυπριακής γης στον Τουρκικό στρατό για περαιτέρω στρατικοποίηση αλλά και τις συνεχείς παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου της Θαλάσσης, με παράνομες επεμβάσεις στην αποκλειστική οικονομική ζώνη της Κυπριακής Δημοκρατίας”.

 

Για τη συμμετοχή των Ελληνοκυπρίων στην εθνική παλιγγενεσία του 1821 ο κ. Αναστασιάδης είπε ότι ήταν αθρόα και ανέφερε χαρακτηριστικά ότι ενώ ο Ελληνικός πληθυσμός της Κύπρου την περίοδο εκείνη ανερχόταν σε μόλις 80.000, ο αριθμός των αγωνιστών που έλαβαν μέρος στον εθνικό ξεσηκωμό, εκτιμάται πως ανερχόταν στους 1.000. Την ίδια στιγμή, ιδιαίτερα σημαντική κρίνεται και η υλική συνεισφορά των Κυπρίων, με την αποστολή προμηθειών και οικονομικής βοήθειας παρά τη φτώχεια και τις όποιες κακουχίες αντιμετώπιζαν.

 

“Είναι για αυτό που αισθανόμαστε περήφανοι, γιατί ο Κυπριακός Ελληνισμός συνέβαλε, στο μέτρο του δυνατού, στη δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους”, τόνισε ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Πέτρος Παπαπολυβίου

Εκατοντάδες οι Κύπριοι αγωνιστές

Σε αρκετές εκατοντάδες, στην πλειοψηφία τους ανώνυμοι, υπολογίζονται οι Κύπριοι αγωνιστές που πολέμησαν στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, επισήμανε ο αναπληρωτής καθηγητής Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, Πέτρος Παπαπολυβίου. Όπως είπε, Κύπριοι εντοπίζονται από τις μάχες στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, έως την τελευταία μάχη της Πέτρας, τον Σεπτέμβριο του 1829.

Στην ομιλία του ο κ. Παπαπολυβίου ξεχώρισε μεταξύ των Κυπρίων αγωνιστών τον Χαράλαμπο Μάλη, δάσκαλο στην Κωνσταντινούπολη, 39 χρονών το 1821, ο οποίος μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Παπαφλέσσα. Σύμφωνα με τον κ. Παπαπολυβίου, από ανέκδοτο αυτοβιογραφικό σημείωμα του Χαράλαμπου Μάλη, που χρονολογείται το 1837, προκύπτει ότι από το 1819 ήταν γραμματέας εξ απορρήτων της Φιλικής Εταιρείας. Μπορούμε να υποθέσουμε ενδεχόμενη ανάμειξη του στη συγγραφή του 15ου, αφιερωμένου στην Κύπρο, άρθρου του “Γενικού Σχεδίου” της Φιλικής Εταιρείας. Ο Χαράλαμπος Μάλης διατέλεσε γενικός γραμματέας των “μινιστερίων” της Θρησκείας και του Δικαίου, μέχρι τον Ιούλιο του 1824, ενώ ήταν μεταξύ των τριών Κυπρίων που ανέλαβαν το 1828, να προωθήσουν υπόμνημα στον Ιωάννη Καποδίστρια. “Η προσφορά του στην επανάσταση θεμελιώδης και ανυπολόγιστη” επισήμανε ο κ. Παπαπολυβίου και πρόσθεσε ότι θάνατος του ήταν άδοξος, μια και δεν ξέρουμε πότε και που πέθανε.

 

Ιωάννης Στεφανίδης

Από την πλευρά του, ο καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Ιωάννης Στεφανίδης, αποπειράθηκε να σκιαγραφήσει μια εικόνα της τουρκοκρατούμενης Κύπρου έως τις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης. Αναφέρθηκε στην σημαντική αναβάθμιση της θέσης της Εκκλησίας της Κύπρου σε σχέση με την περίοδο της λατινοκρατίας, επισημαίνοντας ότι ο προκαθήμενός της ήταν υπεύθυνος όχι μόνο για τα θρησκευτικά αλλά και για τα δημοσιονομικά, εκπαιδευτικά και νομικά ζητήματα των ραγιάδων. Κεντρικό ζήτημα της προεπαναστατικής Κύπρου, πρόσθεσε, ήταν η φορολογική μεταχείριση των κατοίκων της. Άλλωστε, μία πολύ βασική αιτία των εξεγέρσεων και επαναστάσεων της νεότερης εποχής στάθηκε η νομιμοποίηση του κράτους να επιβάλλει και να εισπράττει φόρους.

 

Θεοχάρης Σταυρίδης

Ο αναπληρωτής καθηγητής Τμήματος Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, Θεοχάρης Σταυρίδης, υπογράμμισε ότι η Κύπρος στα οθωμανικά χρόνια ήταν ένα νησί στην κατοχή μιας αυτοκρατορίας που βρισκόταν σε διαδικασία αποσύνθεσης. Η πολιτική ιστορία του τόπου την εποχή αυτή ήταν ένα παιχνίδι ισορροπιών ανάμεσα σε αυθαίρετους διοικητές, ξένους εμπόρους και τοπικούς παράγοντες, Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, που δρούσαν σ’ ένα περιβάλλον από το οποίο απουσίαζε ο έλεγχος μιας ισχυρής κεντρικής κυβέρνησης. Καθώς οι αυθαιρεσίες των διοικητών ολοένα και αυξάνονταν, οι κάτοικοι στράφηκαν για προστασία στην τοπική ηγεσία, αλλά και στα ευρωπαϊκά προξενεία, φορείς που απέκτησαν άνευ προηγουμένου δύναμη σ’ αυτά τα χρόνια.

Θεόδωρος Γιάγκου

Για τη συμβολή της Εκκλησίας στους αγώνες της Κύπρου, η οποία, όπως είπε, κορυφώνεται στο πρόσωπο του νεομάρτυρα και εθνομάρτυρα Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, μίλησε ο καθηγητής τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας και Χριστιανικού Πολιτισμού ΑΠΘ, Θεόδωρος Γιάγκου. Μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, ο Αρχιεπίσκοπος βοήθησε με τρόπο μυστικό όσο μπορούσε στην Ελληνική Επανάσταση. Μετά την εκδήλωσή της, ο διοικητής της Κύπρου, φοβούμενος εξέγερση των Κυπρίων, υπέβαλε κατάλογο προγραφών – προς έγκριση στην Υψηλή Πύλη – 486 επιφανών Κυπρίων, για να υποστούν πολλοί από αυτούς στη συνέχεια τον δι’ αγχόνης και μαχαίρας θάνατον. Ο Κυπριανός, ενώ είχε τη δυνατότητα φυγής, προτίμησε να παραμείνει κοντά στο ποίμνιό του και να μαρτυρήσει.

 

Ιωάννης Χασιώτης

Ο ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ και επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Κύπρου, Ιωάννης Χασιώτης, ανέλυσε τα κυριότερα σημεία των ομιλιών που προηγήθηκαν. Επισήμανε μεταξύ άλλων, ότι οι Κύπριοι δεν σταμάτησαν ποτέ να αυτοπροσδιορίζονται ως Έλληνες και όχι μόνο ως Χριστιανοί. Όταν ήρθε ο εθνικός ξεσηκωμός ο κυπριακός ελληνισμός ήταν έτοιμος, παρόλο που η ηγεσία του γνώριζε ότι οι συνθήκες δεν θα επέτρεπαν να απολαύσει την ελευθερία που δικαιούνταν.

 

Ο πρύτανης του ΑΠΘ

Στον χαιρετισμό του ο πρύτανης του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Νίκος Παπαϊωάννου είπε πως “η ιστορία της Κύπρου παραμένει, εν πολλοίς, άγνωστη στη χώρα μας» και σημείωσε ότι «παρά τα επανειλημμένα και πικρά λάθη της εγχώριας πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, η Κύπρος αποτελεί διαχρονικά ένα από τα ισχυρότερα προπύργια της ελληνικής ταυτοτικής συνείδησης”, λέγοντας πως “τις θυσίες αυτές έχουμε χρέος να τις τιμούμε, λόγω και έργω».

Τόνισε την ανάγκη για ουσιαστική παρέμβαση της επιστημονικής έρευνας στη συζήτηση περί Δημόσιας Ιστορίας και εξέφρασε την επιθυμία να τύχουν τα μαθήματα και τα προγράμματα ιστορικών σπουδών ευρύτερης αναγνώρισης και, γιατί όχι, χρηματοδότησης.

“Οι ερευνητές μας χρειάζονται πρόσβαση σε τεκμήρια, σε εξειδικευμένα περιοδικά, σε ψηφιοποιημένα αρχεία του εξωτερικού, το κόστος των οποίων, ελλείψει πόρων, συχνά επωμίζονται οι ίδιοι. Απαιτούνται επίσης συνέργειες μεταξύ Ιδρυμάτων οι οποίες είναι απαραίτητο να τύχουν ενθάρρυνσης τόσο από την ακαδημαϊκή όσο και από την πολιτική ηγεσία», είπε ο πρύτανης.

Παράλληλα ο κ. Παπαϊωάννου απηύθυνε έκκληση στον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκο Αναστασιάδη, που είναι και επίτιμος διδάκτορας της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, με τη βαρύτητα του θεσμικού του ρόλου, “να σταθεί αρωγός στην προσπάθεια εκκίνησης μίας νέας περιόδου προ πολλού οφειλόμενης αναγνώρισης της Κυπριακής Ιστορίας στην ελληνική ακαδημαϊκή και ευρύτερη δημόσια σφαίρα”. Έκανε, μάλιστα, λόγο για “μια αναγνώριση που δεν θα εξαρτάται από μεμονωμένες προσπάθειες, παρά θα αποτελεί αυτονόητη πραγματικότητα».

 

Ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Κύπρου

Τη βεβαιότητα ότι “η αποψινή εκδήλωση θα προσθέσει πολύτιμες πληροφορίες και στοιχεία και θα φωτίσει την, εν πολλοίς, άγνωστη και λησμονημένη κυπριακή συμβολή στο αγώνα της εθνικής παλιγγενεσίας”, εξέφρασε στον χαιρετισμό του ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Κύπρου Τάσος Χριστοφίδης.

Σχετικά με την επέτειο των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 τόνισε ότι “προσφέρεται και για συνολική επισκόπηση κάθε πτυχής και διάστασης του συλλογικού και δημόσιου βίου” και υπογράμμισε: “Καλούμαστε σε τέτοιες επετείους να αναλογιστούμε πού και τι πέτυχε αλλά και πού απέτυχε ο Ελληνισμός μέσα σε αυτά τα 200 χρόνια. Τόσο εντός του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, που ιδρύθηκε το 1830, αλλά και εκτός των συνόρων του”.

Στη συνέχεια ο κ. Χριστοφίδης αναφέρθηκε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και παρατήρησε: “Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο είναι το δεύτερο σε αρχαιότητα σύγχρονο ελληνικό πανεπιστήμιο και το μεγαλύτερο σήμερα στην Ελλάδα και το Πανεπιστήμιο Κύπρου είναι το μεγαλύτερο δημόσιο πανεπιστήμιο και ερευνητικό ίδρυμα του νησιού μας. Δύο Πανεπιστήμια που ιδρύθηκαν και καρποφόρησαν πνευματικά σε κρίσιμες ιστορικές περιόδους. Το μεν Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης λειτούργησε λίγα χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή αντικαθιστώντας, ουσιαστικά, το Πανεπιστήμιο της Σμύρνης, η δε απόφαση για την ίδρυση του Πανεπιστημίου Κύπρου λήφθηκε το 1989, μόλις 15 χρόνια ύστερα από την κυπριακή τραγωδία του 1974. Και τα δύο πανεπιστήμια τυγχάνουν σήμερα διεθνούς αναγνώρισης και κύρους, αποτελούν κέντρα αριστείας στο πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο ανταγωνιστικό ακαδημαϊκό περιβάλλον, και δείχνουν τον δρόμο της προόδου, της επιστημονικής αξιοπιστίας και της ανάπτυξης μέσα στις δύσκολες οικονομικές συγκυρίες των τελευταίων ετών”.

 

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ